βρομάω

βρομάω
-ησα
1. αναδύω άσχημη μυρωδιά: Τα πόδια του έχουν μύκητες και γι’ αυτό βρομούν.
2. είμαι άφθονος: Τα λαχανικά βρομούν στην αγορά το καλοκαίρι.
3. περιπλέκομαι, διαιωνίζομαι: Βρόμισε πια αυτή η προβληματική σχέση.
4. φρ., «Το ψάρι βρομάει από το κεφάλι», η διαφθορά αρχίζει από τους ιθύνοντες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρομάω — (σπάν. βρομώ), βρόμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: βρομάω : για τη γραφή ο (και όχι με ω) ακολουθούμε την ετυμολογία του Ανδριώτη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βδέω — (Α) 1. πέρδομαι, κλάνω 2. αναδίδω δυσοσμία, βρομάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από το ενεστωτικό θ. *perd (πρβλ. πέρδομαι) υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή θ. *pezd , με παρόμοια σημασία, στο οποίο ανάγεται και το ρ. βδέω. Πρόκειται για ονοματοποιημένο ρ. που… …   Dictionary of Greek

  • βρομοκοπώ — ( άω) 1. αναδίδω βαρύτατη δυσοσμία, βρομάω φοβερά 2. μεταδίδω κακοσμία σε κάτι ή λερώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • βρωμώμαι — (I) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε άω]. (II) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) [βρώμος (II)] αναδίδω κακοσμία, βρομάω …   Dictionary of Greek

  • εξωδώ — ἐξωδῶ, έω (Μ) μυρίζω, βρομάω, αναδίδω δυσάρεστη οσμή …   Dictionary of Greek

  • κακοσμώ — [κάκοσμος] μυρίζω άσχημα, βρομάω, αναδίδω κακοσμία …   Dictionary of Greek

  • καταβρομώ — άω βρομάω πολύ, μυρίζω πολύ άσχημα …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • προσόζω — Α 1. αναδίδω οσμή 2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ) 3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄζω «βρομάω»] …   Dictionary of Greek

  • ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”