βρομάω — (σπάν. βρομώ), βρόμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: βρομάω : για τη γραφή ο (και όχι με ω) ακολουθούμε την ετυμολογία του Ανδριώτη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βδέω — (Α) 1. πέρδομαι, κλάνω 2. αναδίδω δυσοσμία, βρομάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από το ενεστωτικό θ. *perd (πρβλ. πέρδομαι) υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή θ. *pezd , με παρόμοια σημασία, στο οποίο ανάγεται και το ρ. βδέω. Πρόκειται για ονοματοποιημένο ρ. που… … Dictionary of Greek
βρομοκοπώ — ( άω) 1. αναδίδω βαρύτατη δυσοσμία, βρομάω φοβερά 2. μεταδίδω κακοσμία σε κάτι ή λερώνω κάτι … Dictionary of Greek
βρωμώμαι — (I) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε άω]. (II) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) [βρώμος (II)] αναδίδω κακοσμία, βρομάω … Dictionary of Greek
εξωδώ — ἐξωδῶ, έω (Μ) μυρίζω, βρομάω, αναδίδω δυσάρεστη οσμή … Dictionary of Greek
κακοσμώ — [κάκοσμος] μυρίζω άσχημα, βρομάω, αναδίδω κακοσμία … Dictionary of Greek
καταβρομώ — άω βρομάω πολύ, μυρίζω πολύ άσχημα … Dictionary of Greek
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
προσόζω — Α 1. αναδίδω οσμή 2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ) 3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄζω «βρομάω»] … Dictionary of Greek
ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… … Dictionary of Greek